- συγκόμωση
- η, Ν(γεωπ.) κατάσταση κατά την οποία οι κόμες τών δέντρων μιας δασικής συστάδας εφάπτονται μεταξύ τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κόμη «σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών» + κατάλ. -ωση (< ρ. σε -ώνω)].
Dictionary of Greek. 2013.